- ψιλωτικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στην αποψίλωση, ο αποτριχωτικός: Πήρε μια ψιλωτική αλοιφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιλωτικός — ή, ό / ψιλωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψιλῶ] αυτός που συντελεί στην ψίλωση, αποψιλωτικός (α. «ψιλωτικό φάρμακο» β. «ἀλωπεκία τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ γενείων», Μέγα Ετυμολογικόν) μσν. γραμμ. (για τους Ίωνες και τους Αιολείς) αυτός που αγαπά… … Dictionary of Greek
ψιλωτικά — ψιλωτικός stripping neut nom/voc/acc pl ψιλωτικά̱ , ψιλωτικός stripping fem nom/voc/acc dual ψιλωτικά̱ , ψιλωτικός stripping fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλωτικῶν — ψιλωτικός stripping fem gen pl ψιλωτικός stripping masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλωτικόν — ψιλωτικός stripping masc acc sg ψιλωτικός stripping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλωτικοῖς — ψιλωτικός stripping masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλωτικοί — ψιλωτικός stripping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλωτικούς — ψιλωτικός stripping masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)